Ήταν Κυριακή, 16 Μαρτίου 2014. Μια πανέμορφη μέρα, με τον ήλιο να χαϊδεύει ευεργετικά κάθε ζωντανή ύπαρξη. Δυστυχώς, κάποια από τα χειρότερα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί τέτοιες υπέροχες μέρες…
Ο Μίστερ Κλοκ περνούσε την κεντρική καγκελόπορτα του μεγάρου της οικογένειας Σινκλέρ. Μπροστά του ανοιγόταν ένας ευωδιαστός κήπος, περιποιημένος και γεμάτος με πανέμορφες εικόνες! Παρ’ όλα αυτά, το πρόσωπο του Μίστερ Κλοκ ήταν ανέκφραστο μπροστά σ’ αυτήν τη θέα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως λίγα μέτρα πιο κάτω είχε διαπραχθεί ένα τόσο φρικτό έγκλημα.
Η οικογένεια Σινκλέρ έμενε στην οικία αυτή τα τελευταία δύο χρόνια. Ο κύριος και η κυρία Σινκλέρ είχαν αποκτήσει έναν γιο και μια κόρη και ζούσαν απομονωμένοι αφού η τεράστια περιουσία τους, τους είχε δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στο παρελθόν. Η κόρη τους είχε πέσει θύμα απαγωγής σε ηλικία 12 ετών και είχαν σημειωθεί άλλες δύο τέτοιες απόπειρες, ευτυχώς ανεπιτυχείς.
Εκείνο το μεσημέρι η οικογένεια είχε βρεθεί μέσα σε μία λίμνη αίματος, στο κεντρικό σαλόνι του μεγάρου. Ο ντεντέκτιβ, αν και συνηθισμένος σε σκηνές εγκλήματος, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που αντίκριζαν τα μάτια του. Ήταν φρικτό… Αφού τελείωσε την έρευνα του στον χώρο και ενημερώθηκε από τις αστυνομικές αρχές, πήρε τον φάκελο της υπόθεσης και επέστρεψε στο γραφείο του εμφανώς ταραγμένος.
Αμίλητος έκλεισε την πόρτα και άρχισε να μελετά με προσοχή όλα τα στοιχεία που είχε συλλέξει. Η οικογένεια Σινκλέρ είχε εγκαταλείψει τις κοινωνικές συναναστροφές και τις δημόσιες εμφανίσεις από φόβο μιας καινούργιας τραγωδίας. Οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους έρχονταν σε επαφή και είδαν τους Σινκλέρ αυτή την μέρα ήταν ο κ. Μπένι ο μπάτλερ της οικογένειας, ο Λεό ο σεφ του σπιτιού, η Μπέτυ η καμαριέρα και ο Πέτρος Κανλής ο ταχυδρόμος ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την παράδοση των επιστολών της οικογένειας και των γειτονικών σπιτιών.
«Ο υπεύθυνος για αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα πρέπει να συληφθεί άμεσα» ψιθύρισε ο Μίστερ Κλοκ.«Σίγουρα ο ένοχος είναι κάποιος από τους τέσσερις. Μία συνάντηση μαζί τους θα μου δώσει τις απαντήσεις που ζητάω.»
Με γρήγορο βηματισμό κατευθύνθηκε στο δωμάτιο των ανακρίσεων και ζήτησε από τον φρουρό να του στείλει έναν έναν τους υπόπτους. Ο μπάτλερ ισχυρίστηκε πως την ώρα της δολοφονίας, έπαιρνε το μπάνιο του και είχε τη μουσική στη διαπασών, κάτι που δεν του επέτρεπε να ακούσει τον παραμικρό θόρυβο. Ο σεφ από την άλλη, είπε πως ήταν απασχολημένος με το δείπνο της οικογένειας και βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά απ’ αυτή που βρισκόταν τα θύματα. Ο ταχυδρόμος ανέφερε ότι εκείνη την ώρα δεν βρισκόταν καν στο σπίτι των Σινκλέρ γιατί παρέδιδε την αλληλογραφία σε σπίτι που ήταν δύο τετράγωνα πιο κάτω. Τέλος, η δεσποινίς Μπέτυ τόνισε πως ασχολούνταν με το νοικοκυριό του επάνω ορόφου και δεν είχε ακούσει τίποτα το παράξενο.
«Επιτέλους» σκέφτηκε ο Μίστερ Κλόκ, «ήρθε η ώρα να αποδοθεί δικαιοσύνη!». Σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αρχηγό της αστυνομίας για να του υποδείξει τον δολοφόνο.
Ποιος ήταν τελικά ο δολοφόνος και τι έκανε τον ντεντέκτιβ να καταλήξει σε αυτόν;