Δευτέρα απόγευμα και ο Μίστερ Κλοκ απολαμβάνει το τσάι του και τη συντροφιά ενός καλού βιβλίου, καθισμένος αναπαυτικά στην αγαπημένη του πολυθρόνα με την κίτρινη, βελουτέ ταπετσαρία. Πότε πότε ανασηκώνει το βλέμμα του για να απολαύσει τη μοναδική θέα από το παράθυρο της βιβλιοθήκης και μετά συνεχίζει με αφοσίωση την ανάγνωση. Λίγο αργότερα ένα τηλεφώνημα τον αναγκάζει να βάλει τέλος στην απογευματινή του ξεκούραση.
Στα προάστια της πόλης, και συγκεκριμένα στο παλιό αρχοντικό του κ. Οικονόμου, σημειώθηκε λίγο νωρίτερα, η κλοπή ενός πίνακα, μεγάλης χρηματικής αλλά και ιστορικής αξίας. Η έρευνα της αστυνομίας στην οικία αλλά και στους εξωτερικούς χώρους και στον κήπο δεν είχε τα αποτελέσματα που περίμεναν. Δεν βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα, ούτε άλλα σημάδια.
Ο Μίστερ Κλοκ πέρασε ένα ένα τα δωμάτια, βρέθηκε στον χώρο που φυλασσόταν ο πίνακας και έπειτα προχώρησε από την βεράντα στον παραμελημένο κήπο. Δίπλα στην πύλη, κάτω από την πληγωμένη τριανταφυλλιά, διέκρινε ένα τσαλακωμένο χαρτί, γεμάτο λάσπες. Το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε για λίγο και κάλεσε αμέσως τον αστυνόμο.
«Πρέπει να δράσουμε γρήγορα! Ο κλέφτης δεν χρησιμοποίησε αυτοκίνητο, δεν υπάρχουν σημάδια από ρόδες αν και η περιοχή είναι γεμάτη από λάσπες. Σίγουρα δεν είναι πολύ μακριά από εδώ» είπε στον αστυνόμο και του έδωσε το σημείωμα που είχε βρει.
«Θέλω μία λίστα με όλα τα καφέ της περιοχής» φώναξε καθώς απομακρυνόταν από τον κήπο. Ο αστυνόμος ξεδίπλωσε το σημείωμα και διάβασε: ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΓΙΑ ΚΑΦΕ 1260
Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και ο ντεντέκτιβ κρατούσε στα χέρια του τη λίστα που είχε ζητήσει. Σ’ αυτήν αναγραφόταν έντεκα καφετέριες: Μπλε, Σαντέ, Θέα, Σαλέ, Μικρό, Εδέμ, Πλάτανος, Άβαξ, Κύμα, Θάλασσα και Νόστος.
«Δεν θα ξεφύγει τόσο εύκολα» αναφώνησε και πετάχτηκε σαν ελατήριο, «πάμε γρήγορα, ξέρω που βρίσκεται»….
Που βρίσκεται τελικά ο δράστης και τι οδήγησε τον ντεντέκτιβ σ’ αυτόν;